- ανήλεος
- -η, -οάσπλαχνος, σκληρός, ανελέητος: Ήταν ανήλεος σε ζώα κι ανθρώπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανήλεος — η, ο ανηλεής, ανελέητος, σκληρός … Dictionary of Greek
ανίλεως — (I) ἀνίλεως, ων βλ. ανήλεος. (II) κ. ἀνήλεος, η, ο (AM ἀνίλεως, ων μσν. και ἀνήλεος, ον) ο ανηλεής, ο δίχως έλεος, ο άσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιων. αττ. ίλεως «ευμενής, σπλαχνικός»] … Dictionary of Greek
σκιρός — ά, όν, Α [σκῑρος] 1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός 2. (για νόσο) καρκινοειδής 3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος … Dictionary of Greek
χαναναίος — α, ο / χαναναῖος, αία, ον, ΝΑ (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χαναναίοι οι κάτοικοι τής Χαναάν, σημιτικά φύλα που θεωρείται ότι κατάγονται από τον Χαναάν και κατοικούσαν στην Παλαιστίνη, προς τα δυτικά τού ποταμού Ιορδάνη («οἱ Χαναναῖοι τότε … Dictionary of Greek